ἀπορία

ἀπορία
-ας + N 1 2-0-4-1-4=11 Lv 26,16; Dt 28,22; Is 5,30; 8,22; 24,19
embarassment, perplexity Lv 26,16; distress, discomfort Dt 28,22 Cf. DE WAARD 1981 556

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀπορία — ἀπορίᾱ , ἀπορία being fem nom/voc/acc dual ἀπορίᾱ , ἀπορία being fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπορίᾳ — ἀπορίαι , ἀπορία being fem nom/voc pl ἀπορίᾱͅ , ἀπορία being fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απορία — η 1. δύσκολη, στενόχωρη θέση: Βρισκόταν σε απορία, τι να κάνει. 2. αμφιβολία, αβεβαιότητα, άγνοια: Για να λύσει τις απορίες του, διάβαζε και ρωτούσε. 3. έκπληξη για κάτι, παραξένεμα: Έμαθα με απορία ότι αποφάσισες να πολιτευτείς. 4. έλλειψη πόρων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απορία — Θεά των αρχαίων Ελλήνων, προσωποποίηση της φτώχειας. Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι οι κάτοικοι της Άνδρου, όταν o Θεμιστοκλής τους απείλησε ότι θα κατέστρεφε το νησί τους αν δεν του έδιναν χρήματα, του απάντησαν ότι λάτρευαν δύο θεότητες, την Πενία… …   Dictionary of Greek

  • ἀπορίας — ἀπορίᾱς , ἀπορία being fem acc pl ἀπορίᾱς , ἀπορία being fem gen sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπορίαι — ἀπορία being fem nom/voc pl ἀπορίᾱͅ , ἀπορία being fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπορίαν — ἀπορίᾱν , ἀπορία being fem acc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπορίαιν — ἀπορία being fem gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπορίαις — ἀπορία being fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπορίη — ἀπορία being fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπορίην — ἀπορία being fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”